Άγρων

Άγρων
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Κώος που περιφρόνησε τους θεούς και λάτρευε μαζί με τους συγγενείς του μόνο τη Γη, πράγμα που έκανε τους θεούς να μεταμορφώσουν και αυτόν και τους συγγενείς του σε διάφορα πουλιά. 2. Ο πρώτος βασιλιάς της Λυδίας από το γένος των Ηρακλειδών. Γιος του Νίνου, εγγονός του Βήλου, δισέγγονος του Αλκαίου, που ήταν γιος του Ηρακλή. Βασίλευε γύρω στο 1220 π.Χ. και οι διάδοχοί του κράτησαν την αρχή έως το 716 π.Χ. 3. Βασιλιάς των Ιλλυριών, γιος του Πλευράτου (3ος αι. π.Χ.). Τις πληροφορίες μας για τον Ά. οφείλουμε στον Πολύβιο (1 12,4 κ.ε.). Ο Ά. είχε τον μεγαλύτερο πεζικό στρατό και το μεγαλύτερο ναυτικό από όλους τους προηγούμενους ηγεμόνες της Ιλλυρίας και o Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, πατέρας του Φιλίππου E’, έπεισε με χρήματα τον Ά. να βοηθήσει τους Μεδιωνίους, που τους πολιορκούσαν οι Αιτωλοί. Με διαταγή, λοιπόν, του Ά. έπλευσαν εκατό ελαφρά μεταγωγικά σκάφη και αποβίβασαν πέντε χιλιάδες άντρες, κρυφά και όσο μπορούσαν κοντά στην πολιορκημένη Μεδίωνα. Την άλλη μέρα έδωσαν μάχη και κατατρόπωσαν τους Αιτωλούς, έπιασαν μάλιστα και πολλούς αιχμαλώτους (232 π.Χ.). Ο Ά., όταν έμαθε από τους ανθρώπους του τα σχετικά με τη μάχη, χάρηκε πολύ και άρχισε μεγάλο γλέντι. Εκεί κρύωσε, κατά τον Πολύβιο, και πέθανε. Τον διαδέχτηκε στον θρόνο η γυναίκα του Τεύτα, που με τις άστοχες ενέργειές της προκάλεσε την πρώτη επέμβαση των Ρωμαίων στην Ιλλυρία και στη Βαλκανική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἄγρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρῶν — Ἄγραι hunting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνα — Ἄγρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνι — Ἄγρων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνος — Ἄγρων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Агрон (царь) — У этого термина существуют и другие значения, см. Агрон (значения). Агрон Άγρων царь Иллирии 250 230 гг …   Википедия

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”